ΔΙΨΑ ΣΤΑΓΟΝΑΣ ΣΤΑΥΡΟΑΝΑΣΤΑΣΙΜΗΣ ΧΑΡΗΣ
π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
Κατά την περίοδο της του κατανυκτικού Τριωδίου η Εκκλησία εισάγει κλιμακωτά τους χριστιανούς στο πνευματικό κλίμα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και της προετοιμασίας για το Σταυροαναστάσιμο Πάσχα. Προετοιμάζει ψυχολογικά τις κουρασμένες καρδιές να γευτούν τις λαμπηδόνες της θεϊκής παρουσίας. ΄Ετσι προβάλλεται εντονότερα η χριστιανική άσκηση, η προσευχή, η νηστεία, η υψοποιός ταπείνωση, η μετάνοια, η νήψη, η αγάπη προς τον πλησίον και το κατά Θεόν πένθος. Αναδεικνύονται πρόσωπα αυθεντικού βίου και πράγματα διδακτικά μέσω παραβολών και αινιγμάτων.
Την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, που ανοίγει το Τριώδιο, φανερώνεται ο τρόπος της ειλικρινούς προσευχής καθώς και ο κίνδυνος του φαρισαϊσμού, του κοινωνικού κομπασμού και της υποκρισίας. Την Κυριακή του Ασώτου μυσταγωγούνται οι χριστιανοί στον αυθεντικό τρόπο της μετάνοιας και αποκαλύπτεται το εύρος της θεϊκής αγάπης με την παραβολή του Ασώτου Υιού (Λουκ.15, 11-32). Ο ΄Αγιος Γρηγόριος Παλαμάς ερμηνεύοντας τη διδακτικότατη αυτή παραβολή τονίζει την αγαθότητα του Θεού Πατέρα, ο οποίος ως ανενδεής δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του, μοίρασε άφθονα όλα τα κτιστά αγαθά καθώς και τα ουράνια χαρίσματα στους ανθρώπους, αλλά εκείνοι τα σπατάλησαν. Και δεν αφήνει περιθώρια η αγία Εκκλησία για παρανοήσεις και υπεκφυγές σχετικά με το πρόσωπο του Θεού: «Ο Θεός είναι αγάπη. ΄Οποιος δεν αγαπάει δεν γνώρισε το Θεό» (βλ. Α΄ Ιωάν.4,8). Γι’ αυτό και η τελική κρίση θα έχει ως μέτρο την αγάπη στο συνάνθρωπο, τον ξένο, το γυμνό, το φυλακισμένο, τον πεινασμένο, τον κάθε διψασμένο.
Στη συνέχεια, αφού διέλθουμε τους πνευματικούς σταθμούς των διαφόρων Κυριακών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και των λαοφιλών Ακολουθιών των Χαιρετισμών στην Παναγία εισερχόμαστε στην Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα. Κι ο καθένας νοσταλγεί τη χαμένη οικειότητα με τον Θεό. Προβληματίζεται για την απουσία ουσιαστικών ανθρώπινων σχέσεων και την υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής του. Σε κάθε περίπτωση, το πρόσωπο του Κυρίου Ιησού που οδηγείται εκουσίως στο Σταυρό, «αίροντας τις αμαρτίες του κόσμου», παρότι αποτελεί «σημείον αντιλεγόμενον», εκπέμπει φως και χάρη. Τρόπο θυσιαστικής ζωής. Ταυτόχρονα εμπνέει με αναστάσιμη ελπίδα τους αγωνιστές του καθημερινού βίου.
Μακάριοι όσοι έχουν οφθαλμούς καθαρούς και γίνονται δέκτες των θείων χαρισμάτων. Και αυτοί είναι γνωστοί μόνο στον Παντογνώστη Θεό, αφού μένουν συνήθως στην αφάνεια και το περιθώριο της κοινωνικής και εκκλησιαστικής ζωής. Είναι οι απλοί αχθοφόροι του Σταυρού του Χριστού στην οικογένεια, στη φάμπρικα, στο σχολείο, στο γραφείο, στον αγρό, στην πολύβουη κοινωνία. Συνοδοιπορούν κι αυτοί κουβαλώντας στις πλάτες τους το βάρος της κοινωνικής ευθύνης. Και γίνονται με άρρητο τρόπο μέτοχοι χάριτος και φωτός. Μακάριοι όσοι με παιδικό φρόνημα, αμετάθετη πίστη και ακακία συμπορεύονται αγόγγυστα στην οδό του καθημερινού μαρτυρίου.
Πρότυπό τους οι φιλακόλουθοι και απλοί μοναχοί του ΄Αθωνα που περνούν τις περισσότερες ώρες της Σαρακοστής και της Μεγάλης Εβδομάδας στο ναό προσευχόμενοι, ψάλλοντες και αναγιγνώσκοντες κείμενα ιερά. «Το αθωνικό μεγαλοβδόμαδο», γράφει ο Γέρων Μωυσής Αγιορείτης» «είναι ησύχιο, νηφάλιο, ατάραχο, μυστικό, σε οδηγεί σε χρήσιμη ενδοσκαφή, σε απαραίτητη αυτογνωσία σε αυτοπαρατήρηση κι όχι συνεχή ετεροπαρατήρηση και κατάκριση… Οι Αγιορείτες Γέροντες σιωπηλά συμμετέχουν στ’ ΄Αχραντα πάθη του Κυρίου. Όταν μιλάς δεν ακούς. Σιωπούν για να ακούσουν. Ακούνε για να βιώσουν. Ότι το αίμα του Γολγοθά χύθηκε για τον καθένα… Να ακούμε και να πράττουμε. Να πράττουμε το αγαθό, ν’ αφήνουμε χώρο και για τον άλλο» (Εόρτια Γράμματα από το ΄Αγιον ΄Ορος, σ. 147-148).
Από την άλλη μεριά, μπροστά στη λάμψη της εκούσιας κένωσης του Υιού και Λόγου του Θεού, της θυσίας και της μακροθυμίας Του φανερώνεται με λίαν εύγλωττο τρόπο η ανθρώπινη μικρότητα. Οι καθημερινές ιστορίες προδοσίας για «τριάκοντα αργύρια», το ευμετάβλητο του όχλου που από το «ωσαννά» οδηγείται απερίσκεπτα στο «άρον-άρον σταύρωσον αυτόν», η φαρισαϊκή υποκρισία, καθώς και η εύκολη απάρνηση του διδασκάλου επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Ο άνθρωπος είναι τόσο ελεύθερος που μπορεί να φτάσει όχι μόνο στην άρνηση και απόρριψη του Θεού αλλά και στη «θεοκτονία». Κι αυτό οδηγεί αναπόδραστα και στην «ανθρωποκτονία». Το λεγόμενο «θάνατο του Θεού» στο δυτικό κόσμο ακολούθησε κι «ο θάνατος του πλησίον» με όλες τις δυσάρεστες συνέπειες. Οι κοινωνίες κατάντησαν κοινωνίες του φθόνου. Και οι άνθρωποι φθονώντας και μισώντας τους συνανθρώπους τους γίνονται «ανθρωποκτόνοι», αφού «πας ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστιν» (Α΄Ιωάν. 3,15).
Στις μέρες μας υπάρχει δίψα και πείνα χάριτος επουρανίου. Όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι λόγω της σύγχυσης και του σκοτισμού του νοός δεν προσέρχονται στην λαγαρή Πηγή της Ζωής, αλλά τρέχουν αλλού να ξεδιψάσουν και να χορτάσουν. ΄Αλλοι αναζητούν το νόημα της ζωής και τη χάρη στην υπερκατανάλωση υλικών αγαθών. Γι΄ αυτό, όταν δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα, απογοητεύονται και απαξιώνουν τη ζωή. Αλλά κι αυτοί που έχουν την οικονομική άνεση μένουν ανικανοποίητοι, διότι προσπαθούν να χορτάσουν την πνευματική τους υπόσταση με υλικά αγαθά.
Τα προηγούμενα χρόνια έψαχναν οι άνθρωποι τη χαρά και τη χάρη σε ταξίδια μακρινά. Συνωστίζονταν στους εθνικούς δρόμους κυνηγώντας το αυθεντικό νόημα της ζωής σε κάποιο χωριό της επαρχίας, κοντά στην ανοιξιάτικη φύση και στα «παλιά καλά έθιμα». Αλλά και αυτούς δεν τους γέμιζε την ψυχή η φυγή, ο οβελίας και η επίπλαστη ευωχία, έστω κι αν τους ξεκούραζε προσωρινά το κάλλος της ελληνικής υπαίθρου. ΄Αλλοι φθάνουν στις μισάνοιχτες εκκλησιές, για να ανάψουν ένα κερί, να προσκυνήσουν τις εικόνες της Σταύρωσης, της Ανάστασης, της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική η εικόνα της Αναστάσεως που απαντά σε διάφορες εκδοχές και προβάλλεται για προσκύνηση κάθε Κυριακή αλλά και την αναστάσιμη περίοδο της Εκκλησίας. Ξεχωρίζει η κατεξοχήν βυζαντινή απεικόνιση, που παρουσιάζει τον Χριστό στο ΄Αδη να ελευθερώνει τον Αδάμ και την Εύα από τα δεσμά του θανάτου, αλλά και όλους τους δικαίους που ανέμεναν εναγωνίως την έλευση του λυτρωτή.
Κλασσικό δείγμα της σύνθεσης αυτής βρίσκεται στο παρεκκλήσιο της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη. Στην εν λόγω νωπογραφία ο Χριστός λευκοφορεμένος και μέσα σε φωτεινή δόξα δεσπόζει ως νικητής του θανάτου, έλκοντας τον Αδάμ και την Εύα από τα δεσμά του θανάτου. Στα χέρια και τα πόδια του διακρίνονται τα σημάδια από τα καρφιά της σταύρωσης. Επάνω υπάρχει η επιγραφή «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ». Τόσο η επιγραφή αυτή όσο και οι χορείες των δικαίων που εικονίζονται, σαφώς παραπέμπουν στην Ανάσταση όχι μόνο του Χριστού αλλά και ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους. Στο κάτω μέρος εντός της σκοτεινής αβύσσου και μέσω απόκρημνων βράχων κείτεται αλυσοδεμένος ο θάνατος.
Η παράσταση αυτή μπορεί να εμπνεύσει κάθε φιλότιμο αγωνιστή και δρομέα της καθημερινής ζωής να μην τρέχει εγωιστικά μόνος του πατώντας πάνω στους άλλους ή προσπερνώντας αδιάφορα δίπλα τους. Αλλά να κρατά το χέρι των αδύναμων, να επιβραδύνει το χρόνο του για τους απελπισμένους, να σκύβει για τους πονεμένους, να ακυρώνει τη δύναμη του θανάτου με την αγάπη, να τερματίζει μαζί με τους άλλους πλουτίζοντας πνευματικά από την αναστάσιμη ελπίδα που ανθίζει στις καρδιές όλων των συνοδοιπόρων. Κι όταν οι καρδιές είναι γεμάτες. κανένας περιορισμός δεν μπορεί να τις σκοτεινιάσει. Φωτίζονται από το ζωογόνο φως της Αναστάσεως.