ΕΙΣΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ
π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
Η Μεγάλη Εβδομάδα δεν έχει περισσότερες ημέρες από τις άλλες εβδομάδες του έτους. Αλλά ονομάζεται έτσι, διότι στη διάρκειά της συμβαίνουν σπουδαία, μεγάλα και παράδοξα κοσμοϊστορικά γεγονότα. Ο Θεός Λόγος που αποκαλύπτεται ως άνθρωπος, που ευεργετεί με κάθε τρόπο το λαό και μεταφέρει το μήνυμα ανιδιοτελούς αγάπης, της ελπίδας και της πολυπόθητης ειρήνης στον κόσμο, οδηγείται από το πλάσμα του στο Σταυρό. Ο Δεσπότης λαμβάνει δούλου μορφή. Ο Διδάσκαλος εγκαταλείπεται από τους μαθητές του «δια τον φόβον των Ιουδαίων». Κι όμως σε καμιά στιγμή δεν παύει να πάσχει για τον άνθρωπο και να συγχωρεί ακόμη και τους σταυρωτές του. Φθάνει μέχρι τα έγκατα του Άδη, για να τον ανασύρει στη ζωή της Αναστάσεως.
***
Τη Μεγάλη Δευτέρα ο Ιωσήφ ο Πάγκαλος ηγείται του χορού των εορταζόντων στο μέγιστο και παγκοσμίων διαστάσεων γεγονός της θείας συγκατάβασης, της πορείας του Κυρίου προς το εκούσιον πάθος. Στο πρόσωπό Ιωσήφ, γιού του Ιακώβ, βρίσκουν εφαρμογή τα ευαγγελικά μηνύματα της συμφιλίωσης και της συγχωρητικότητας, της σωφροσύνης και της καρδιακής καθαρότητας. Μπορεί εκείνος να μην άκουσε το γλυκόηχο άγγελμα της αγάπης προς τους εχθρούς· μπορεί να μην γνώρισε από κοντά το ιλαρό πρόσωπο του Νυμφίου της Εκκλησίας, το οποίο εμπνέει τη διακονία, τη θυσία και την τιμιότητα· μπορεί να έζησε εκατοντάδες χρόνια πριν από Αυτόν. Όμως, όλα αυτά δεν τον εμπόδισαν να αναδειχθεί άνθρωπος του Θεού, ευαγγελιστής πριν το Ευαγγέλιο, σώφρων σε καιρούς αφροσύνης, υπάκουος μαθητής πριν την εμφάνιση του Διδασκάλου. Ο Ιωσήφ αποτελεί τύπο, προτύπωση και προεικόνιση του Χριστού στην Παλαιά Διαθήκη. «Και ην Ιωσήφ καλός τω είδει και ωραίος τη όψει σφόδρα», αναφέρει ο συγγραφέας της Γένεσης (39,6), που αναδείχθηκε σπουδαία φυσιογνωμία, στην οποία συνδυάσθηκε άριστα το εξωτερικό κάλλος με τη λαμπρότητα του ψυχικού κόσμου. Σκεπτόμενος τον Ιωσήφ, ο νους ανάγεται στον εράσμιο Νυμφίο της Εκκλησίας, ο οποίος είναι «τω κάλλει ωραίος παρά πάντας ανθρώπους», που προσκαλεί σε εστίαση πνευματική κάθε διψασμένη και πεινασμένη ψυχή. Και πράγματι, η Μεγάλη Εβδομάδα αποτελεί συμπόσιο πνευματικό, στο οποίο έχουν κληθεί να μετάσχουν όλοι οι άνθρωποι· χορταίνουν όμως από τα πνευματικά εδέσματα, όσοι έχουν «ένδυμα γάμου», δάκρυα μετανοίας και φόβο Θεού.
Τη Μεγάλη Τρίτη η Εκκλησία προβάλλει την παραβολή των δέκα παρθένων, θέλοντας να δείξει αφενός τα αρνητικά αποτελέσματα της ραθυμίας, της ακηδίας, της χαυνότητας και της αδιαφορίας και αφετέρου την ανάγκη για διαρκή επαγρύπνηση και εγρήγορση πνευματική. Οι πέντε φρόνιμες παρθένες φροντίζουν εγκαίρως για την προμήθεια του λαδιού και κρατούν αναμμένες τις λαμπάδες τους. Ενώ οι πέντε μωρές αποκοιμήθηκαν και έμεινα έξω από νυμφώνα του πνευματικού συμποσίου. Την παραβολή αυτή η εκκλησιαστική παράδοση συνέδεσε με τη φιλανθρωπία, την ελεημοσύνη αλλά και όλες τις άλλες αρετές που έχουν ως βάση την αγάπη, την αγάπη προς το Θεό και το συνάνθρωπο. Ταυτόχρονα οι χριστιανοί καλούνται να είναι έτοιμοι ενώπιον του μυστηρίου του θανάτου, που έρχεται όπως ο κλέπτης την νύκτα. Τον Πάγκαλο λοιπόν Ιωσήφ, που γιορτάσθηκε τη Μ. Δευτέρα, ακολουθούν στο πνευματικό χορό οι φρόνιμες παρθένες, που κρατάνε λαμπάδες ολόφωτες γεμίζοντάς τες με λάδι, τις θείες αρετές.
Την Μεγάλη Τετάρτη η Εκκλησία υπενθυμίζει την πόρνη γυναίκα που άλειψε με μύρο τα πόδια του Κυρίου. Και όπως αναφέρουν τα ευαγγέλια, αφέθηκαν οι αμαρτίες της οι πολλές, διότι αγάπησε πολύ και μετανόησε ειλικρινά. Η μετάνοια της πόρνης αντιδιαστέλλεται με τη φιλαργυρία του Ιούδα. Σε ένανυπέροχο ύμνος ο υμνωδός ψάλλει: Όταν η αμαρτωλός προσέφερε το μύρο, τότεο μαθητής συμφωνούσε την προδοσία με τους παρανόμους. Αυτή χαιρόταν καθώς άδειαζε το πανάκριβο μύρο, ο δε έσπευδε να πωλήσει τον Ανεκτίμητο. Αυτή αναγνώριζε τον Δεσπότη Χριστό, εκείνος χωριζόταν από Αυτόν. Αυτή λυτρωνόταν και ο Ιούδας γινόταν δούλος του εχθρού. Δεινόν η ραθυμία, μεγάλη η μετάνοια! Εδώ βρίσκει εφαρμογή αυτό που είχε πει σε άλλη περίπτωση ο Χριστός: «Οι τελώνες και οι πόρνες προάγουσιν ημάς στη βασιλεία του Θεού». Όχι προφανώς με την άσωτη ζωή τους, αλλά με τη συναίσθηση της αναξιότητας και τη βαθειά τους μετάνοια. Κατά την ημέρα αυτή ψάλλεται ο θαυμάσιος ύμνος της Υμνογράφου Κασσιανής, «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…», που συνδέεται μετο γνωστό επεισόδιο που συνέβη το 830 στην Κωνσταντνούπολη. Η Ευφροσύνη, σύζυγος του Μιχαήλ Β΄ και μητριά του Θεοφίλου, συγκέντρωσε στο παλάτι τις πιοόμορφες κοπέλες της αυτοκρατορίας, προκειμένου ναεπιλεγείη καλύτερη ως βασίλισσα. Στον Θεόφιλο έδωσε χρυσό μήλο, που θα προσέφερε στη μέλλουσα γυναίκα του και βασίλισσα του θρόνου. Ανάμεσα στις κοπέλες βρισκόταν καιη βυζαντινή αρχόντισσα Κασσιανή, πουαπέσπασε εξαρχής την προσοχή και το θαυμασμό του Θεοφίλου. Την πλησίασε λέγοντάς της έναν ἀστεϊσμό: «ὡςἄραἐκ γυναικός ἐρρύητάφαῦλα», δηλαδή από τη γυναίκα προέρχονται όλα τα κακά. Η Κασσιανή, που διέθετε βαθιά θεολογική παιδεία, απάντησε: «Ἀλλάκαί διά γυναικός πηγάζει τάκρείττω», από τη γυναίκα προέρχονται όλα τα καλά. Ο Θεόφιλος βλέπει τη γυναίκα ανταγωνιστικά καιως σύμβολο της γυναίκας την Εύα. Η ποιήτρια Κασσιανή καλλιεργεί την ιερότητα του μυστηρίου της ζωής βλέπει τις σχέσεις των φύλων συμφιλιωτικά και την Παναγία ως σύμβολο της γυναίκας. Μετά από αυτό ο Θεόφιλος προτίμησε τη Θεοδώρα ως βασίλισσα και η Κασσιανή αποσύρθηκε σε μοναστήρι, όπου συνέγραψε και θαυμάσιους ύμνους και μεταξύ αυτών αυτόν που ψάλλεται σήμερα.
Οι άγιοι Πατέρες καθιέρωσαν τη Μεγάλη Πέμπτη καιπαρέδωσαν σε μας να εορτάζουμε τέσσερα γεγονότα: Τον Ιερό Νιπτήρα, το Μυστικό Δείπνο, την αξιοθαύμαστη προσευχή στη Γεσθημανή και την προδοσία του Ιούδα. Μπροστά στη λάμψη της εκούσιας κένωσης του Υιού και Λόγου του Θεού, της θυσίας και της μακροθυμίας Του φανερώνεται με λίαν εύγλωττο τρόπο η ανθρώπινη μικρότητα. Οι καθημερινές ιστορίες προδοσίας για «τριάκοντα αργύρια», το ευμετάβλητο του όχλου που από το «ωσαννά» της Κυριακής των Βαΐωνοδηγείται απερίσκεπτα στο «άρον-άρον σταύρωσον αυτόν», η φαρισαϊκή υποκρισία, καθώς και η εύκολη απάρνηση του διδασκάλου επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές.Ενώ οι μαθητές φιλονικούν στο Μυστικό Δείπνο για τις πρωτοκαθεδρίες και ποιος μεταξύ τους είναι πρώτος, ο Κύριος προβαίνει σε μια ασυνήθιστη πράξη. Ζώνεται το λέντιο, την πετσέτα της διακονίας, και αρχίζει να πλένει τα πόδια των μαθητών, οι οποίοι παρακολουθούν αμήχανα την κίνηση της κατάβασης του Θεού Λόγου. Μόνο ο Πέτρος τολμά να ψελλίσει κάτι, αλλά υπακούει αμέσως στην αφοπλιστική και αποστομωτική απάντηση του Κυρίου,«εάν μη νίψωσε, ουκ έχειςμέροςμετ‘ εμού» (Ιωάν. 13,8). Διδάσκει εμπειρικά ο Χριστός: «Ειουνεγώένιψα υμών τους πόδας ο Κύριος καιο Διδάσκαλος, καιυμείς οφείλετε αλλήλων νίπτειν τους πόδας» (Ιωάν. 13,14), με ό,τι αυτό συνεπάγεται.Εάν ο άνθρωπος δεν επιλέξει εκούσια την οδό της καθόδου από τον εωσφορικό εγωισμό, το ναρκισσισμό και τη φιλαυτία, πρόσωπο ΚυρίουΑναστάντος δεν πρόκειται να αντικρίσει.
Την Αγία και Μεγάλη Παρασκευή τελούμε τα άγια και σωτήρια και φρικτά πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος Ιησού Χριστού. Δηλαδή: τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τις ύβρεις, τα χλευαστικά γέλια, την κόκκινη χλαίνη, τον κάλαμο, το σπόγγο, το ξίδι, τα καρφιά, τη λόγχη και κυρίως τον Σταυρό και τον θάνατο που καταδέχθηκε για το ανθρώπινο γένος. Επιπλέον θυμόμαστε την σωτήρια ομολογία του σώφρονος ληστή. Το βράδυ της Μ. Παρασκευής γίνεται η περιφορά του Επιταφίου κι αγιάζονται οι γειτονιές, τα σπίτια, οι πόλεις, τα χωριά, τα κοιμητήρια.
Το Μεγάλο Σάββατο εορτάζουμε τη θεόσωμη ταφή και την κάθοδο στον Άδη του Κυρίου και Σωτήρος ημών, δια των οποίων ανακλήθηκε από το θάνατο το ημέτερο γένος και οδηγήθηκε στην αιώνια ζωή. Στο γιορτασμό συμμετέχουν οι ψυχές των απελθόντων αδελφών, καθώς βλέπουν να συντρίβεται ο παμφάγος Άδης από τη δύναμη του φωτός του Χριστού.
***
Στις μέρες μας υπάρχει δίψα και πείνα χάριτος επουρανίου.Αναρωτιέται ο ευλαβής προσκυνητής της Μεγάλης Εβδομάδας, τί να πρωτοθαυμάσει από τη ιερή αυτή χορεία, και τα θαυμαστά γεγονότα; Την επαγρύπνηση και εγρήγορση των πέντε φρονίμων παρθένων; Τα δάκρυα και τους στεναγμούς της πόρνης; Του ληστή τη μετάνοια; Την παρρησία και το θάρρος των μαθητριών; Όλα μπορούν να εμπνεύσουν. ΄Ολα κρύβουν τη φύτρα της εν Πνεύματι ζωής.
Υπάρχουν κι εκείνοι, που δεν θεωρούν απλώς «μακρόθεν» τα γενόμενα, αλλά καταδικάζουν ως κακούργο τον ευεργέτη, ως παράνομο το νομοθέτη, «ως κατάκριτον τον πάντων βασιλέα». Και δεν είναι μόνο οι Γραμματείς και Φαρισαίοι, είναι οι αρνητές αλλά και οι θρησκόληπτοι όλων των αιώνων που κατακρίνουν και δικάζουν όλους τους άλλους, αλλά οι ίδιοι δεν κουνούν το δάκτυλό τους να μπουν στη βασιλεία Του. Λόγω της σκληροκαρδίας και της οίησης αδυνατούν να αγαπήσουν το Θεό και το συνάνθρωπο και μένουν έξω «του νυμφώνος του Σωτήρος Χριστού».